ΚΟΥΚΟΥΛΩΜΑΤΑ
Τό κουκούλωμα μοιάζει νά εἶναι ἕνα ἀπό τά κυρίαρχα χαρακτηριστικά τῆς ἐποχῆς μας. Πρόκειται μᾶλλον γιά κεντρικό ἄξονα τῆς λεγόμενης πολιτικῆς ὀρθότητας. Ὅλες οἱ διαφορές, οἱ ἀντιπαλότητες, οἱ ἀντιθέσεις, λές καί ἔχουν ἐξαλειφθεῖ. Σάν νά ζοῦμε σέ ἕναν κόσμο κοινωνικῆς εἰρήνης καί ὁμόνοιας.
Μαζί μέ τίς διαφορές τείνει νά ἐξαφανιστεῖ ἡ ἀλληλοστήριξη, ὁ σεβασμός, ὁ δημόσιος λόγος καί ὁ διάλογος. Ἔχουν ὑποσταλεῖ οἱ θέσεις πάνω στίς ὁποῖες ἀναπτύσσονται οἱ ἀντιθέσεις. Ἡ εἰρήνη καί ἡ ὁμόνοια εἶναι θεμιτές καί εὐπρόσδεκτες σέ μιά κοινωνία. Ὅμως κοινωνική εἰρήνη δέν εἶναι νά μήν ὑπάρχουν διαφωνίες καί νά ἔχουμε ἔξαρση τῆς ἐγκληματικότητας.
Αὐτό εἶναι τρόμος, δέν εἶναι εἰρήνη. Στήν πραγματικότητα λουφάζουμε γιά νά ἐπιβιώσουμε, γιατί κουμάντο κάνει ἡ βαρβαρότητα καί ὄχι ἡ εὐγένεια. Σέ αὐτό τό ἀνελεύθερο περιβάλλον, δέν ἀναπτύσσεται ἡ προσωπικότητα, ἀντιθέτως θάβεται καί τό μόνο πού κυκλφορεῖ τελικά ἐλεύθερα, εἶναι τό κακό. Μιλᾶμε συχνά γιά τήν ἐξίσωση τοῦ καλοῦ μέ τό κακό στίς ἡμέρες μας. Ὅμως στήν πραγματικότητα δέν ἔχουμε νά κάνουμε μέ ἐξίσωση, ἀλλά μέ ἐπιβολή τοῦ κακοῦ. Στό κάτω-κάτω τῆς γραφῆς, τό κακό εἶναι ἐξ ἀρχῆς ὁλοκληρωτικό, δέν ἀνέχεται νά συνυπάρχει καί νά ἐξισορροπεῖται ἀπό τό καλό, ἀλλά ἐπιδιώκει νά τό ἐκτοπίσει, μέ τόν τρόμο καί τήν ἀποχαύνωση.
Ὅλη αὐτή ἡ ἄκριτη συνταύτιση ἑτεροτήτων καί ἀποταύτιση ὁμοειδῶν, πού προωθεῖται σήμερα, δέν συναντᾶται στήν ὁμόνοια, ἀλλά μᾶλλον στήν ὁμο-ἄνοια. Ἔχει νά κάνει μέ μεθόδευση ἀπάλειψης τῆς συνείδησης. Δέν γίνεται οἱ ἄνθρωποι νά ταυτίζονται μέ προϋπόθεση τήν ἐσωτερική ἀποταύτιση. Κάτι τέτοιο δέν ἑνώνει τούς ἀνθρώπους, τούς ρευστοποιεῖ σέ ἄμορφο χυλό. Ἡ διανθρώπινη συμβατότητα, δέν βρίσκεται στήν ἀνούσια συμβατικότητα. Ἡ ἔκκληση τοῦ Χριστοῦ νά μήν κρίνουμε, πού τόσο πολύ χρησιμοποιεῖται ἀπό διαφόρους σήμερα, ἀφορᾶ στήν κακία τῆς κατάκρισης, ὄχι στήν ἀρετή τῆς διάκρισης. Ἡ ἀγάπη πού μᾶς ἐπισείουν συχνά σήμερα, διάφοροι κύκλοι ξένοι πρός τόν Χριστό, ὡς χριστιανική ἐπιτομή, δέν εἶναι λοβοτομή, ἀλλά τομή στόν τεμαχισμό πού πράττουμε στή ζωή μας. Ἀγαπᾶμε τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, δέν θεοποιοῦμε ὅμως τίς μουτζοῦρες, πού πράττουμε σέ αὐτή τήν εἰκόνα.
Τό πνεῦμα τοῦ πονηροῦ, πού ὅλα θέλει νά τά διαστρέφει, δέν ὑπέβαλλε στούς πρωτόπλαστους τήν ἐπιθυμία νά ἀποκτήσουν τό καρπό τῆς γνώσης τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, ὥστε νά ἐκτιμήσουν τήν ἀξία τοῦ καλοῦ, ἀλλά μέ ἀπώτερο σκοπό, νά λησμονήσουν οἱ ἀπόγονοί τους τό καλό, σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε νά νομίζουν ὅτι τό κακό γίνεται γιά καλό τους. Μᾶλλον δέν ἀπέχουμε πολύ, ἀπό αὐτή τήν κατάσταση, ἡ ὁποία τείνει νά ὁλοκληρώσει τήν ἀρχική ἔκπτωση.
Δέν εἶναι καθόλου τυχαία σήμερα ἡ ὑπόγεια προπαγάνδα τῆς συμβολοποίησης τῆς ζωῆς καί τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἀλήθεια θέλουν νά γίνει σύμβολο καί τό σύμβολο ἐργαλεῖο, τοῦ μισάνθρωπου ὁλοκληρωτισμοῦ. Τό δίχτυ τῆς συμβολοποίησης, πιάνει μέ ἕνα σμπάρο δυό τρυγόνια, γιατί καί ἡ ἀνθρώπινη κρίση ἀναιρεῖται, ἐφ’ ὅσον χάνει τήν ἀξιακή της ἀναφορά καί τά σύμβολα «ἀναγομώνονται» κατά τό δοκοῦν, ἀπό τά σχέδια τοῦ πονηροῦ.
Ἡ ἀναστροφή τοῦ Θείου, σέ ὑποκειμενική εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπινου λογιστικοῦ, ἐγκαθιδρύει τό ἀντίθεο μένος βαθιά μέσα στόν ἄνθρωπο, τόν στρέφει τελικά στή δίωξη τοῦ Θείου, γιατί κανείς δέν ἀντέχει νά ἐλέγχεται, ἀπό ἕνα ὑποκειμενικό πρέπει, ὅσο «σωστό» καί ἄν ἀκούγεται αὐτό.
Καιρό τώρα ζοῦμε τά ἀποτελέσματα τῆς διαφθορᾶς τῆς χριστιανοσύνης, σέ ἰδεολογικοποιημένο χριστιανισμό. Ἡ ζῶσα θεολογία ἀντικαταστάθηκε ἀπό μιά νομικίστικη ἰδεολογία καί αὐτή μέ τή σειρά της τώρα ξεπέφτει σέ συμβολισμό, «ἀνοιχτό» σέ ὅποιες ἑρμηνεῖες βολεύουν τήν πονηριά μας καί τόν δάσκαλό της, τό πνεῦμα τοῦ πονηροῦ. Ὁ παλαιότερος ἀθεῖσμός, βρῆκε ἰσχυρό πάτημα στήν ἰδεολογικοποίηση τοῦ χριστιανισμοῦ καί τήν ἀναπόφευκτη ἀσυνέπεια πού ἔφερε αὐτή, μέ τά ἔκδηλα σημάδια τῆς διαφθορᾶς, στόν δυτικό χριστιανισμό.
Ὁ σύγχρονος μηδενισμός, ἀφοῦ κατάπιε ὅλες τίς ἰδεολογίες, χριστιανικές καί ἀντιχριστιανικές, ἔχει ὅλη τήν ἄνεση νά προσεταιρίζεται τά ἀνυπόστατα σύμβολα καί νά τά μετατρέπει σέ εἴδωλα, μέ εἰδωλόθυτο τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο. Αὐτό στήν πράξη τῆς καθημερινῆς ζωῆς, φαίνεται ἀπό τήν εὐκολία πού φορᾶμε ἤ βγάζουμε τήν πίστη ἀπό πάνω μας, σάν νά πρόκειται γιά πανωφόρι. Κρύβουμε κάτω ἀπό τό χαλάκι του «ἄλλα λόγια νά ἀγαπιόμαστε», (δηλαδή νά βολευόμαστε), τίς διαφορές μας, χωρίς νά ἀντιλαμβανόμαστε πώς ἔτσι προλειαίνουμε τό χαλάκι, γιά τήν δική μας ὀλίσθηση κάτω ἀπό αὐτό.
Εἶναι ἄλλο τό γεγονός, πώς οἱ λόγοι καί οἱ πράξεις τοῦ Χριστοῦ, ἔχουν καί τή συμβολική τους διάσταση, ὥστε νά μᾶς σημανθεῖ τό ἄρρητο τοῦ Θείου Λόγου, τό ὁποῖο δέν μποροῦμε ἀλλιῶς νά συλλάβουμε καί ἄλλο ἡ προπαγάνδα πού λέει ὅτι ὅλα κινοῦνται στή σφαίρα τοῦ συμβολικοῦ. Τότε πῶς ἔβλεπαν, ἄκουγαν καί ἄγγιζαν γιά παράδειγμα οἱ μαθητές τόν ἀναστημένο Χριστό, συμβολικά;
Ὁ συμβολισμός αἴρει τήν σωματικότητα τῆς Θείας Κοινωνίας, τήν ὁποία μᾶς παρέδωσε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Στήν ἀνθρώπινη διάσταση, δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἀσώματη κοινωνία, δέν ψηφιοποιεῖται ἡ κοινωνία, δέν ἐγκιβωτίζεται σέ εἰκονικά τετραγωνάκια, ὅσο καί ἄν προσπαθοῦν κάποιοι νά τετραγωνίσουν τίς καμπυλότητες τῆς πραγματικῆς ζωῆς. Ὅσοι χτίζουν τή ζωή σέ κουτάκια, στό τέλος χτίζονται μέσα σέ αὐτά. Τά κουτιά εἶναι χρήσιμα γιά τόν κάθε εἴδους ἐνταφιασμό, ψυχονοητικό καί σωματικό.
Σήμερα ἔχει συμβεῖ μία ἀκόμα ἀντιστροφή: ἐνῶ λειτουργοῦμε ὅλο καί πιό πολύ σάν μηχανικά αὐτόματα στίς ἐκδηλώσεις τῆς πραγματικῆς ζωῆς, μέ ἀπόλυτα ἀνοιχτές καί κλειστές ἐναλλαγές (on–off), σχετικοποιοῦμε αὐτά πού διαπερνοῦν τήν ὕπαρξή μας ἀπό συστάσεώς της. Δέν ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι σχετικοποιῶντας τήν Αἰτία τῆς ὕπαρξής μας, ρευστοποιοῦμε τή δική μας ζωή, στά κανάλια τῆς ἀλλότριας ὑποταγῆς καί τῆς ἀπώλειας;
Ὅταν ἡ πίστη στό Ἀγαθό, καταντᾶ εἰκόνα χωρίς περιεχόμενο, ὁ τρόμος καταλαμβάνει μέσα μας, τόν χῶρο πού ἄφησε ἡ κένωση τῆς ἐνσυναίσθησης τοῦ Ἀγαθοῦ. Αὐτή εἶναι ἡ κατάληψη τοῦ πνεύματος τοῦ μισανθρώπου στόν ἄνθρωπο, ἡ ὁποία κεῖται στόν ἀντίποδα τῆς ἐνσάρκωσης τοῦ Θείου Λόγου.
Ὁ μισάνθρωπος, ὡς ἄρνηση τοῦ κτιστοῦ ἔργου τοῦ Λόγου, δέν δύναται νά ἐνσαρκωθεῖ καθ’ αὑτός, ἀλλά θριαμβεύει διά τῆς ἀπονέκρωσης τοῦ ἀνθρώπου. Σήμερα ζοῦμε αὐτό τόν τρόμο σέ παγκόσμια κλίμακα. Τώρα γίνεται φανερή, ἡ χρησιμότητα τῆς «καμένης γῆς», πού ἄφησε ἡ ἀποδόμηση τοῦ σύγχρονου μηδενισμοῦ πού προηγήθηκε, ὥστε νά ἐπέλθει ὁ τρομοκρατικός ὁλοκληρωτισμός πού ζοῦμε ἤδη.
Ὅμως μή γελιόμαστε, δέν ὑπάρχουν σύγχρονα προβλήματα, ἐρωτήματα καί ἀπορίες, πού νά ξεπερνοῦν τίς βαθύτερες καί διαχρονικές ἀνθρώπινες ἀγωνίες. Οὔτε ὑπάρχουν πειρασμοί, θλίψεις καί πτώσεις, πού νά μήν ἔχουν ξαναδοκιμάσει οἱ ἄνθρωποι. Ἀκόμα περισσότερο, δέν ὑπάρχουν περιπέτειες τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, πού νά ξεπερνοῦν τόν Δημιουργό της. Κάθε ἐποχή ὅμως, διατυπώνει μέ τόν δικό της τρόπο τά ἐρωτήματα, τέμνεται ἀπό τίς ἰδιαίτερες συνιστῶσες πού τήν χαρακτηρίζουν, διαμορφώνει τό δικό της λεξιλόγιο καί ἀντίληψη.
Ἄν θέλουμε νά μιλήσουμε μέ σύγχρονους ὅρους γιά τό φαινόμενο τῆς συμβολοποίησης, ὀφείλουμε πρῶτα νά ἀναρωτηθοῦμε ἄν εἴμαστε ἐμεῖς πού προβάλλουμε τά ἀδειανά εἴδωλα τοῦ ἐγώ μας, στόν καθρέφτη τῆς Ὄντως Ζωῆς, ὥστε νά σώσουμε τήν προσχηματική μας ἐπιβίωση.
Ποιός τελικά ζεῖ τήν ἀληθινή ζωή καί ποιός τίς ἀφηρημένες φαντασιώσεις;
Τό ἐρώτημα δέν εἶναι ρητορικό, προκύπτει μέσα ἀπό τήν ἴδια τήν ζωή μας.
Ἄς σκεφτοῦμε τί μᾶς γεμίζει καί τί μᾶς ἀδειάζει ὑπαρξιακά, τί πραγματικά ἔχουμε ἀνάγκη, τί παίρνουμε μαζί μας φεύγοντας ἀπό ἐδῶ.
Ἀκόμα καί ἄν ἔχουμε χάσει τήν ἐγρήγορση πού ἀπαιτεῖ ἡ συναίσθηση τοῦ Φωτός, δέν μποροῦμε νά λησμονήσουμε τό σκοτάδι τοῦ θανάτου καί τίς πολλαπλές νεκρώσεις πού παρέχουμε καθημερινά μέ τούς λογισμούς καί τίς πράξεις μας, ὡς δῶρα αἴσχους στοῦ Ἅδη τό βασίλειο.
Ὅμως τά κουκουλώματα, τά φτιασιδώματα καί οἱ κάθε λογῆς «πολιτικές ὀρθότητες», δέν μποροῦν νά κρύψουν γιά πολύ καιρό, οὔτε τήν κενότητά μας, οὔτε τόν ἄρχοντα πού αὐτή ὑπηρετεῖ.
Ἡ εὑρηματικότητα τοῦ πονηροῦ, στίς πονηρές του ὑποθέσεις, δέν ἔρχεται νά κομίσει κάτι νέο, ἀλλά νά ἐπιβεβαιώσει τόν προαιώνιο πόλεμο. Δείχνει τήν ἑτοιμότητα, πού ὀφείλουμε νά ἔχουμε, ἡ ὁποία ἔρχεται ὅταν βιώνουμε ζωντανά τή σχέση μας μέ τόν Λόγο.
Θεμιστοκλῆς Σβορῶνος
Ἠλεκτρολόγος
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 219
Νοέμβριος 2020