Ἡ ἐλευθερία τῆς ἔκφρασης
καί ἡ Δηµόσια Ὑγεία
Φαίνεται πώς τό ἰδεολογικό κλῖµα στή χώρα µας διαµορφώνεται, –σέ ἴσως ὑπερβολικά µεγάλο βαθµό πού δείχνει τήν ἐλλιπῆ ἀνάπτυξη τῆς «κοινωνίας τῶν πολιτῶν» καί τῆς «δηµόσιας σφαίρας»–, ἀπό τήν διαδοχή στίς κρατικές θέσεις προσώπων, τά ὁποῖα, ἀνάλογα µέ τίς σπουδές καί τίς γενικότερες συνθῆκες τοῦ βίου τους, ἀναδιαµορφώνουν τό πλαίσιο, τήν ὁρολογία καί τίς ἀναφορές τοῦ δηµοσίου διαλόγου. Ἔτσι, στό σχετικά ἀπώτερο µεταπολιτευτικό παρελθόν ἦταν ἐµφανές τό ὅτι οἱ κρατικές θέσεις στελεχώνονταν ἀπό πολιτικούς πού εἶχαν σπουδάσει στήν κάπως συντηρητικότερη Γερµανία καί ἀπό ἐκεῖ ἀντλοῦσαν τά κριτήρια καί τό σύστηµα τοῦ προσανατολισµοῦ τους στόν κόσµο. Ἀργότερα, µέ τήν ἀνάδειξη περισσότερο ἀριστερόστροφων κυβερνήσεων ἄλλαξε ὁ προσανατολισµός καί τονίσθηκαν περισσότερο οἱ ἀναφορές στήν προοδευτικότερη Γαλλία, ἐνῷ, ἤδη, παρατηροῦµε ὅτι, λόγῳ τῆς ἀνάδειξης στίς κρατικές θέσεις προσώπων πού σπούδασαν σέ Ἀγγλοσαξωνικές σχολές, ἀρχίζουν νά ἐπικρατοῦν οἱ ἀναφορές στήν Ἀµερικανική (liberal) παράδοση. Οἱ ἀλλαγές αὐτές ἀντανακλῶνται, γιά παράδειγµα, στόν δηµόσιο-πολιτικό λόγο γιά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821: Ἀρχικά, εἶχε υἱοθετηθεῖ στούς ἐπίσηµους λόγους τῶν πολιτικῶν τό γερµανικό-ροµαντικό ἑρµηνευτικό πλαίσιο τῆς «παλιγγενεσίας» ἑνός ἀρχαίου καί ἐνδόξου ἔθνους. Ἐν συνεχείᾳ, ἐπιχειρήθηκε νά προβληθοῦν οἱ «ὁµοιότητες» τῆς Ἑλληνικῆς ἐπανάστασης µέ τήν Γαλλική ἐπανάσταση τοῦ 1789, ἐνῷ, ἤδη, προβάλλεται ἡ ἄποψη ὅτι ἡ Ἑλληνική ἐπανάσταση εἶχε ὡς πρότυπο τήν Ἀµερικανική τοῦ 1776!
Ἀκολουθῶντας, λοιπόν, καί ἐµεῖς τόν ἀναπροσανατολισµό αὐτόν «τῶν ἀνέµων τῆς διδασκαλίας», θά κάνουµε κάποιες ἀναφορές σέ ἕνα ἐµβληµατικό δικαίωµα τῆς φιλελεύθερης Ἀγγλοσαξωνικῆς παράδοσης, ἐκεῖνο τῆς ἐλευθερίας στήν ἔκφραση τῆς γνώµης, τό ὁποῖο κατοχυρώνεται στό ἄρθρο 14 τοῦ Συντάγµατος καί ἔχει γίνει ξανά ἰδιαίτερα ἐπίκαιρο στίς ἡµέρες µας.
Στό πλαίσιο τῆς παράδοσης αὐτῆς συνήθως µνηµονεύονται διάφοροι στοχαστές καί συγγραφεῖς, ὅπως ὁ Ἄγγλος ποιητής John Milton, ὁ ὁποῖος στό ἔργο του «Areopagitika» εἶχε γράψει: «δῶσε µου τήν ἐλευθερία νά γνωρίζω, νά ἐκφράζοµαι, καί νά ἐπιχειρηµατολογῶ ἐλεύθερα σύµφωνα µέ τή συνείδησή µου πάνω ἀπό κάθε ἄλλη ἐλευθερία». Ἀκόµη, γίνεται ἐπίκληση τῆς ἰδέας τοῦ Γερµανοῦ φιλοσόφου Ιm. Κant περί τοῦ ὅτι «ὥριµος» ἄνθρωπος εἶναι µόνο ἐκεῖνος πού τολµᾶ νά σκέπτεται γιά τόν ἑαυτό του καί δέν ἀκολουθεῖ ἄκριτα τίς ὑποδείξεις µιᾶς ἐξουσίας πού τόν ἀντιµετωπίζει ὡς ἀνήλικο παιδί, υἱοθετῶντας ἀπέναντί του «πατερναλιστική» στάση.
Κεντρική σηµασία ἔχει, ἀκόµη, στό πλαίσιο τῆς παράδοσης αὐτῆς τό σύντοµο βιβλίο τοῦ Ἄγγλου φιλοσόφου, πολιτικοῦ στοχαστῆ καί οἰκονοµολόγου John Stuart Mill µέ τόν τίτλο «On Liberty» («Περί Ἐλευθερίας»), ὅπου ἀναπτύσσονται σέ κλασσική µορφή ἐπιχειρήµατα σχετικά µέ τό δικαίωµα στήν ἐλεύθερη ἔκφραση. Σύµφωνα, λοιπόν, µέ τόν Mill δύο εἶναι τά λογικά ἐνδεχόµενα: εἴτε ἡ γνώµη πού ἐκφράζει κανείς καί φαίνεται ἐπικίνδυνη νά εἶναι ὀρθή καί ἀληθινή, εἴτε νά εἶναι ἐσφαλµένη. Ὅµως καί στίς δύο περιπτώσεις πρέπει, κατά τόν Mill, νά ἐπιτρέπεται ἡ ἐλεύθερη ἔκφρασή της. Τοῦτο διότι, ἐάν µέν ἡ γνώµη πού ἐκφράζεται εἶναι ἐσφαλµένη, τότε ἡ ἐλεύθερη ἀξιολόγησή της πού θά ἀκολουθήσει στό πλαίσιο τῆς συζήτησής της, θά καταδείξει ὅτι αὐτή εἶναι ἐσφαλµένη. Αὐτό συνιστᾶ κέρδος, διότι µέ τόν τρόπο αὐτό θά ἐνισχυθεῖ ἡ ὀρθότητα τῆς καθιερωµένης ἄποψης, ἀφοῦ θά φωτισθεῖ καλύτερα τό σκεπτικό της καί θά καταδειχθεῖ ἡ σταθερότητα τῶν θεµελίων της, ἀποτρεποµένου ἔτσι τοῦ κινδύνου νά ἀντιµετωπίζεται ἡ ἑκάστοτε καθιερωµένη γνώµη ὡς ἕνα ἀποστεωµένο καί αὐθαίρετο «δόγµα». Ἐάν πάλι τυχαίνει ἡ γνώµη πού φαίνεται ἐπικίνδυνη νά εἶναι, παρά ταῦτα, ὀρθή καί ἀληθής, τότε, ἐπισηµαίνει ὁ Mill, θά πρέπει νά ἐρωτήσουµε τούς ἑαυτούς µας πῶς γίνεται καί ἔχουµε εὑρεθεῖ σέ µιά κατάσταση, ὅπου ἡ ἀλήθεια µιᾶς γνώµης νά ἀντιπροσωπεύει γιά ἐµᾶς µιά ἀπειλή;
Ὅπως εἶναι φανερό, τό ζήτηµα τῆς ἐλευθερίας τῆς ἔκφρασης εἶναι ζωτικό γιά µιά δηµοκρατία, ἡ ὁποία «ἐξ ὁρισµοῦ» προϋποθέτει ὅτι οἱ πολῖτες πού ἐκλέγουν καί ἐκλέγονται εἶναι ἄνθρωποι ὥριµοι καί λογικοί. Ὡς γνωστόν στό πλαίσιο τοῦ δηµοκρατικοῦ πολιτεύµατος κάθε κρατική διαταγή πρέπει, γιά νά ἔχει ἰσχύ, νά ἔχει τήν προηγούµενη, ἔστω ἔµµεση, ἀλλά πάντως ἐλεύθερη, συναίνεση τοῦ ἀνώτατου ὀργάνου τῆς Ἑλληνικῆς πολιτείας, τοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος ἐκλέγει τούς κύριους φορεῖς τῆς νοµοθετικῆς ἐξουσίας, τούς βουλευτές, οἱ ὁποῖοι, ἀκολουθῶντας τήν προδιαγεγραµµένη ἀπό τό Σύνταγµα διαδικασία καί, τηρῶντας τά ὅρια τῆς καθ’ ὕλην ἁρµοδιότητάς τους, θεσπίζουν, ἐν συνεχείᾳ, τούς νόµους. Διαφορετικά, οἱ νόµοι εἶναι ἀντι-συνταγµατικοί καί, ἑποµένως, δέν ἔχουν κῦρος.
Πολλοί σύγχρονοι στοχαστές, ὅπως ὁ ἰδιαίτερα προβεβληµένος ὡς «θεωρητικός» του σχεδίου τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης Γερµανός πολιτικός φιλόσοφος Jurgen Habermas, ἔχουν τονίσει τήν ἀξία τῆς «διαβούλευσης» καί τῆς «συναίνεσης» γιά τή δηµοκρατική διακυβέρνηση τῶν κρατῶν. Σύµφωνα µέ τήν ἄποψη αὐτή, πού ἀποβλέπει στήν ἐµβάθυνση τῆς δηµοκρατίας, µιά κρατική ἀπόφαση, τότε καί µόνο τότε εἶναι «νοµιµοποιηµένη» δηµοκρατικά, ὅταν πρίν ἀπό τή λήψη της ἔχει προηγηθεῖ ἐκτενής, ἀνοιχτή καί οὐσιαστική «διαβούλευση» ἐπί τοῦ περιεχοµένου της καί ἔχει συνακολούθως δοθεῖ ἡ συνειδητή συναίνεση τῶν πλήρως ἐνηµερωµένων πολιτῶν. Εἶναι δέ φανερό πώς, γιά νά εἶναι ἡ συναίνεση αὐτή γνήσια, θά πρέπει νά ἔχει προηγηθεῖ πλήρης καί ἐλεύθερη συζήτηση τοῦ ζητήµατος, στό ὁποῖο αὐτή ἀφορᾶ. Περαιτέρω, εἶναι ἐπίσης φανερό τό ὅτι δέν εἶναι δυνατό νά διεξαχθεῖ µιά τέτοια συζήτηση, ἐάν ἡ κρατική ἐξουσία λαµβάνει ἤ ἀπειλεῖ νά λάβει µέτρα πού εἴτε ἀποκλείουν, εἴτε ἀποθαρρύνουν τήν ἔκφραση τῆς κάθε γνώµης.
Τά ἀνωτέρω δέν περιορίζονται στό πολιτικό πεδίο, ἀλλά βρίσκουν ἐφαρµογή σέ κάθε πεδίο τῆς ἀνθρώπινης δράσης, ὅπου εἶναι δυνατό νά ἀνακύψουν διαφορετικές γνῶµες καί ἑποµένως ἀντιπαράθεση, µέ πιό χαρακτηριστικό ἴσως παράδειγµα ἐκεῖνο τῶν ἐπιστηµῶν, ἀφοῦ εἶναι, βέβαια, αὐτονόητο ὅτι χωρίς τόν διάλογο µεταξύ τῶν ἐπιστηµόνων, δέν εἶναι δυνατόν νά ἐλεγχθοῦν οἱ ἑκάστοτε προβαλλόµενες ἐπιστηµονικές ἀπόψεις καί νά προαχθεῖ ἡ ἐπιστηµονική γνώση.
Τό δικαίωµα στήν ἐλεύθερη ἔκφραση ἔχει κατοχυρωθεῖ καί στό ἄρθρο 10 τῆς Εὐρωπαϊκῆς Σύµβασης τῶν Δικαιωµάτων τοῦ Ἀνθρώπου (Διεθνής Σύµβαση τῆς Ρώµης τοῦ 1950). Στό ἄρθρο αὐτό ἀναφέρεται συγκεκριµένα ὅτι «1. Πᾶν πρόσωπον ἔχει δικαίωµα εἰς τήν ἐλευθερίαν ἐκφράσεως. Τό δικαίωµα τοῦτο περιλαµβάνει τήν ἐλευθερίαν γνώµης ὡς καί τήν ἐλευθερίαν λήψεως ἤ µεταδόσεως πληροφοριῶν ἤ ἰδεῶν, ἄνευ ἐπεµβάσεως δηµοσίων ἀρχῶν καί ἀσχέτως συνόρων..…2. Ἡ ἄσκησις τῶν ἐλευθεριῶν τούτων, συνεπαγοµένων καθήκοντα καί εὐθύνας δύναται νά ὑπαχθῆ εἰς ὡρισµένας διατυπώσεις, ὅρους, περιορισµούς ἤ κυρώσεις, προβλεποµένους ὑπό τοῦ νόµου καί ἀποτελοῦντας ἀναγκαῖα µέτρα ἐν δηµοκρατικῇ κοινωνίᾳ διά ….τήν προστασίαν τῆς ὑγείας…».
Ὅπως ὅλα τά ἄρθρα τῆς Σύµβασης, πού ἀναφέρονται σέ δικαιώµατα, ἔτσι καί τό ἄρθρο αὐτό στήν πρώτη παράγραφό του περιλαµβάνει τήν κατ’ ἀρχήν κατοχύρωση τοῦ δικαιώµατος στήν ἔκφραση, ἐνῷ στή δεύτερη παράγραφο θέτει, ἐξαντλητικά, τούς ὅρους ὑπό τούς ὁποίους εἶναι ἐπιτρεπτός ὁ περιορισµός τοῦ δικαιώµατος.
Τό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο τῶν Ἀνθρωπίνων Δικαιωµάτων ἔχει ἤδη ἐκδώσει πληθώρα ἀποφάσεων σχετικά µέ τό δικαίωµα στήν ἔκφραση, κρίνοντας σέ κάθε περίπτωση, ἐάν τό ἑκάστοτε ἐπίδικο, περιοριστικό τῆς ἐλευθερίας τῆς ἔκφρασης, κρατικό µέτρο ἦταν ἐπιτρεπτό ἤ ἐάν ἐλήφθη καθ’ ὑπέρβαση τῶν ὁρίων τοῦ ἄρθρου 10 τῆς Σύµβασης. Στό πλαίσιο αὐτῆς τῆς νοµολογίας του τό Δικαστήριο ἔχει τονίσει, µεταξύ ἄλλων, τό ὅτι γιά νά κριθεῖ ὡς «ἀναγκαῖο» ἕνα κρατικό περιοριστικό µέτρο «ἐν δηµοκρατικῇ κοινωνίᾳ» δέν ἀρκεῖ αὐτό νά εἶναι ἁπλῶς «ἀπαραίτητο», «χρήσιµο», «εὔλογο» ἤ «ἐπιθυµητό», ἀλλά θά πρέπει νά ὑπαγορεύεται ἀπό µιά «πιεστική κοινωνική ἀνάγκη». Ἀκόµη, ἔχει τονίσει µέ ἔµφαση ὅτι πρέπει νά ἀποσοβηθεῖ ὁ κίνδυνος ἕνα κρατικό µέτρο νά ἀποθαρρύνει τούς πολῖτες, ὥστε νά µήν ἀσκοῦν τό δικαίωµά τους στήν ἐλεύθερη ἔκφραση («chilling effect doctrine»). Τό νοµικό αὐτό δόγµα συνεπάγεται, γιά τό Δικαστήριο, τό ὅτι οἱ δηµοσιογράφοι, ὁ τύπος καί τό κοινό γενικά δέν πρέπει νά ἀποθαρρύνονται, ὑπό τήν ἀπειλή τῆς ἀστικῆς ἤ ποινικῆς εὐθύνης γιά δυσφήµηση, ἀπό τό νά ἀσκοῦν κριτική στίς δηµόσιες ἀρχές.
Ἰδιαίτερη ἐπικαιρότητα ἔχει ἀποκτήσει στίς ἡµέρες µας µιά ἀπόφαση τοῦ Δικαστηρίου γιά τήν ἐλευθερία τῆς ἔκφρασης γνώµης, στό πλαίσιο ἑνός ζητήµατος πού ἀφοροῦσε τή δηµόσια ὑγεία. Εἰδικότερα, τό 1992 δηµοσιεύθηκε σέ ἕνα Ἑλβετικό περιοδικό µέ θεµατολογία σχετική µέ τό περιβάλλον καί τή δηµόσια ὑγεία ἡ ἔρευνα ἑνός Ἑλβετοῦ ἐπιστήµονα γιά τίς φερόµενες βλαβερές ἐπιδράσεις στήν δηµόσια ὑγεία ἀπό τήν κατανάλωση φαγητοῦ παρασκευασµένου σέ φούρνους µικροκυµάτων. Τά ἐγχώρια –Ἑλβετικά– δικαστήρια, δεχόµενα τήν σχετική προσφυγή τῶν παραγωγῶν τῶν ἐν λόγῳ συσκευῶν, ἔκριναν ὅτι ἡ δηµοσίευση τῆς ἐπίµαχης ἔρευνας ἦταν ἀνεπίτρεπτη, διότι δηµιούργησε τήν ἐντύπωση ὅτι µέ αὐτήν ἀποδεικνυόταν ὁριστικά τό ὅτι οἱ φοῦρνοι µικροκυµάτων ἔβλαπταν τήν ὑγεία τῶν χρηστῶν τους, ἐνῷ αὐτό δέν ἴσχυε, ἀφοῦ γιά τό ζήτηµα αὐτό συνεχιζόταν ἡ ἐπιστηµονική ἀντιπαράθεση. Ἡ ὑπόθεση τελικά ἔφθασε στό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο, τό ὁποῖο, ὅµως, µέ τήν ἀπόφαση πού ἔλαβε (βλ. ἀπόφαση Hertel v. Switzerland, 25.8.1998) ἔκρινε ὅτι τά µέτρα πού ἔλαβαν τά Ἑλβετικά δικαστήρια σέ βάρος τοῦ ἐρευνητῆ περιόριζαν ἀνεπίτρεπτα τήν ἐλευθερία του νά ἐκφράζει τήν –ἐπιστηµονική του– γνώµη.
Σύµφωνα µέ τήν ἀπόφαση αὐτή, ἡ ὁποία συνοψίζει, ὅσα προαναφέραµε γιά τήν ἀξία τοῦ ἐλεύθερου διαλόγου γιά τήν εὕρεση τῆς ἀλήθειας καί τῆς ὁποίας δέν χρειάζεται νά τονίσουµε τίς ἀναλογίες πού παρουσιάζει µέ τήν κατάσταση στή χώρα µας σήµερα, ἡ ἀπόφαση τῆς Ἑλβετικῆς δικαιοσύνης «µείωσε οὐσιωδῶς τήν δυνατότητα τοῦ αἰτοῦντος (ἔνν. ἐρευνητή) νά παρουσιάσει δηµοσίως ἀπόψεις πού ἔχουν τή θέση τους σέ µιά δηµόσια ἀντιπαράθεση, ἡ ὕπαρξη τῆς ὁποίας δέν µπορεῖ νά ἀµφισβητηθεῖ (ἔνν. σχετικά µέ τήν ἀσφάλεια τῶν φούρνων µικροκυµάτων). Λίγη σηµασία ἔχει τό ὅτι ἡ ἄποψή του εἶναι µειοψηφική καί ὅτι µπορεῖ νά παρουσιάζεται ὡς µή ἔχουσα βάση, ἀφοῦ, σέ ἕνα πεδίο (ἔνν. τῆς ἰατρικῆς ἔρευνας), ὅπου εἶναι ἀπίθανο νά ὑπάρξει ὁποιαδήποτε βεβαιότητα, θά ἦταν ἰδιαιτέρως παράλογο νά περιορισθεῖ ἡ ἐλευθερία τῆς ἔκφρασης µόνο στίς γενικά ἀποδεκτές ἰδέες». Σηµειωτέον ὅτι σέ ἄλλη ἀπόφασή του, σχετική µέ τό δικαίωµα στήν ἔκφραση σέ σχέση µέ τή δηµόσια ὑγεία, τό Δικαστήριο ἔκρινε, ἐπιπροσθέτως, ὅτι τό δικαίωµα στήν ἔκφραση περιλαµβάνει καί τό δικαίωµα νά ἐπικρίνει κανείς τό γεγονός ὅτι τό κοινό δέν ἦταν ἐπαρκῶς ἐνηµερωµένο ἀπό τίς ἀρχές γιά µιά περιβαλλοντική καταστροφή καί γιά τίς συνέπειές του γιά τή δηµόσια ὑγεία (βλ. ἀπόφαση Mamere v. France, 12697/2003, σχετικά µέ τήν ἐνηµέρωση τῶν Γάλλων γιά τήν ἔκρηξη στό πυρηνικό ἐργοστάσιο στό Τσερνοµπίλ).
Ἤδη, ἀναφέραµε ὅτι οἱ ἀρχές καί τά κριτήρια τῆς ἐλευθερίας τῆς ἔκφρασης –πρέπει νά– βρίσκουν ἐφαρµογή σέ κάθε πεδίο τῆς ἀνθρώπινης δράσης. Γιά τόν λόγο αὐτό θά παραθέσουµε, ἀντί ἐπιλόγου, τά σχόλια τοῦ πατρός Ἐπιφανίου Θεοδωρόπουλου τά σχετικά µέ τήν ὑπ’ ἀριθµό 537/24.2.1955 ἐγκύκλιο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου πού διέταξε τούς Ἱεράρχες «…νά µή δηµοσιογραφῶσι τοῦ λοιποῦ εἰς περιοδικά φέροντα ἐκκλησιαστικούς τίτλους ἤ εἰς ἐφηµερίδας Ἀθηναϊκάς ἤ τοπικάς, νά µήν προβαίνωσιν εἰς δηλώσεις, οὔτε νά παρέχωσιν ἀπαντήσεις εἰς ἐρωτήµατα ἐφηµερίδων κλπ…».
Σύµφωνα λοιπόν µέ τόν µεγάλο αὐτόν Κανονολόγο τῆς Ἐκκλησίας: «Ἡ ἀπαγόρευσις τοῦ δηµοσιογραφεῖν εἰς τούς Κληρικούς, ἄλλαις λέξεσιν, ἡ στέρησις τῆς ἐλευθερίας τοῦ λόγου εἶναι πρᾶγµα ἀντίκρυς ἀντίθετον πρός τό Εὐαγγέλιον….Δόξα τῷ Θεῶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι Βασίλειον Χάριτος καί οὐχί Ἀστυνοµικόν Κράτος. Ἐν τῇ Ἐκκλησιαστικῇ Ἱστορίᾳ δέν ὑπάρχει προηγούµενον τοιοῦτον. Τίς ἀγνοεῖ ὅτι οἱ Πατέρες ἤλεγχον µετά βιαιότητος τά κακῶς κείµενα ἐν τῇ Ἐκκλησία;… Ἀτυχεστάτη, λοιπόν, ὑπῆρξεν ἡ εἰρηµένη διαταγή τῆς Ι. Συνόδου…. Ἀκριβῶς διά ταῦτα, οὐδείς σχεδόν Ἱεράρχης (παραλείποµεν τούς λοιπούς Κληρικούς) ἐσεβάσθη αὐτήν…» (βλ. Ἐπιφανίου Θεοδωρόπουλου, «Ἄρθρα, Μελέται Ἐπιστολαί», Τόµος ΣΤ’, ἐκδ. Ἄγ. Ἰωάννης ὁ Δαµασκηνός, 2020, σελ. 177).
Νοµοµαθής
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 219
Νοέμβριος 2020