«ΛΥΠΗΣΟΥ ΜΑΣ ΘΕΕ ΜΟΥ
ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΠΟΥ ΠΗΡΑΜΕ…»
Στὶς 29 Μαΐου θρηνοῦμε τὴν πτώση τῆς Πόλης τῶν πόλεων, τὴν Ἅλωση τῆς Βασιλεύουσας ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Θρηνοῦμε τὴν Πόλη ποὺ χάσαμε ἀλλὰ καὶ τὴν Πόλη ποὺ κάθε χρόνο χάνουμε ἐξ αἰτίας τῆς στάσης μας καὶ τῆς συμπεριφορᾶς μας, μὲ ὅλο καὶ μεγαλύτερη βιαιότητα, μὲ ὅλο καὶ μεγαλύτερο θράσος ἀπὸ τὴν μεριὰ τῶν κατακτητῶν καὶ μὲ ὅλο καὶ μεγαλύτερη ἀπάθεια ἀπὸ μέρους μας. Δὲν ἔχουμε ἁπλῶς παραδώσει τὰ ὅπλα, ἀλλὰ προσφέρουμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ ὅλο τὸν κόσμο μας μὲ πολὺ μεγάλη ἐγκαρδιότητα καὶ ἀγάπη στοὺς κατακτητές, σὰν νὰ ἀνήκουν σὲ αὐτοὺς ὅλα καὶ σὲ ἐμᾶς τίποτα. Στὴν πραγματικότητα βέβαια, οἱ περισσότεροι, δὲν ξέρουμε τί θρηνοῦμε, δὲν ξέρουμε τί εἶναι αὐτὸ ποὺ χάσαμε καὶ συνεχῶς χάνουμε γιατί δὲν ἔχουμε κάτσει ποτὲ νὰ ἀσχοληθοῦμε σοβαρὰ μὲ τὰ γεγονότα ποὺ τόσο μᾶς ἀφοροῦν.
Διάβαζα πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν «Τὰ Παραλειπόμενα» τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Βρυέννιου, ὁ ὁποῖος ἦταν μοναχὸς τὴν περίοδο τῆς παρακμῆς τῆς Πόλης καὶ κοιμήθηκε λίγα χρόνια πρὶν τὴν ἅλωσή της. Ἐπειδὴ ὅμως μιὰ Ἅλωση καὶ μάλιστα τέτοιων διαστάσεων δὲν πραγματοποιεῖται χωρὶς νὰ ὑπάρχουν βαθιὰ αἴτια, χωρὶς νὰ ὑπάρχουν γεγονότα, ποὺ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἀργὰ ἀλλὰ σταθερὰ νὰ ὁδηγοῦν σὲ αὐτὸ τὸ ἀποτέλεσμα, ὁ Ἰωσὴφ ὁ Βρυέννιος εἶχε ἐντοπίσει τὰ αἴτια αὐτὰ καὶ τὰ εἶχε καταγράψει.
Δὲν ἔζησε νὰ δεῖ μὲ τὰ μάτια του τὴν Ἅλωση, τὴν εἶδε ὅμως καὶ τὴν βίωσε μὲ τὴν ψυχή του, πρὶν αὐτὴ πραγματοποιηθεῖ. Τὸ τραγικότερο ὅλων εἶναι ὅτι ἡ περιγραφὴ τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Βρυέννιου θυμίζει πολὺ τὶς ἡμέρες ποὺ διανύουμε ἐμεῖς, οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι, τὰ γεγονότα ποὺ λαμβάνουν χώρα σήμερα, ἀλλὰ καὶ τὸν κόσμο μας στὸ σύνολό του καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ θὰ πρέπει νὰ μᾶς ἀνησυχήσει περισσότερο, γιατί κάποτε, αὐτὰ τὰ ὁποῖα περιγράφει, ὁδήγησαν στὴν Ἅλωση καὶ τὴν καταστροφή…
Ὅπως ὁ ἴδιος χαρακτηριστικὰ ἀναφέρει: «Διασκορπισθήκαµε χωρισµένοι σὲ ὅλες τὶς βασιλεῖες τῆς γῆς. Μᾶς ἐξουσιάζουν καὶ δὲν ἐξουσιάζοµε. Τὴ χώρα µας ξένοι τὴν κατατρώγουν, καὶ δὲν ὑπάρχει κανεὶς νὰ µᾶς βοηθήση. Οἱ νέες καὶ οἱ νέοι τοῦ γένους µας δόθηκαν σὲ ἄλλα ἔθνη. Ὅλη τὴν ἡµέρα τὰ µάτια µας αὐτὰ βλέπουν καὶ τὸ δικό µας χέρι δὲν µπορεῖ νὰ βοηθήση. Σὲ µᾶς ἔµεινε µόνο καρδιὰ θλιµένη, µάτια ποὺ σβήνουν καὶ ψυχὴ ποὺ λιώνει, προβλήµατα πάνω στὰ προβλήµατα, φροντίδες πάνω στὶς φροντίδες, καὶ αἵµατα πάνω στὰ αἵµατα παντοῦ. Χάθηκε ὁ εὐλαβὴς πάνω στὴ γῆ, λείπει ὁ στοχαστής, δὲν βρίσκεται ὁ φρόνιµος. Στὰ παλαιὰ παρουσιαζόταν ὁ σοφός, τώρα δὲν ὑπάρχει αὐτὸς ποὺ θὰ κατανοήσει, αὐτὸς ποὺ θὰ διορθώση, αὐτὸς ποὺ θὰ µᾶς φέρη πίσω. Ἡ πληγὴ εἶναι ὁλόσωµη, ἡ ἀρρώστια γενικευµένη, φοβερὸ τὸ τραῦµα, ἡ συµφορὰ ἀπαρηγόρητη καὶ µεγαλύτερη ἀπὸ κάθε παρακλητικὸ λόγο. Καταφρονήθηκαν τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγµατα, σάπισαν τὰ κρατικά, ἀνακατεύονται τὰ µακρυνά, συγχέονται τὰ κοντινά. Τὰ πάνω γίνονται κάτω καὶ τὰ κάτω πάνω. Οἱ Χριστιανοὶ διώκονται, οἱ ἀσεβεῖς εὐνοοῦνται. (…) Ὁ ἄθεος θὰ ὑποστηρίξη, ὅτι ὅλα ἀπὸ µόνα τους τυχαῖα συµβαίνουν “χύδην καὶ φύρδην”. Ὁ δὲ Ἕλληνας (εἰδωλολάτρης) θὰ ὑποστηρίξη ὅτι ὀφείλονται ὅλα στὴν τύχη καὶ στὸ γραµµένο. Καὶ ἀκόµα ὁ Ἀγαρηνὸς θὰ πῆ ὅτι αἰτία τούτων εἶναι ὅτι δὲν ἀποδεχθήκαµε τὸν ἀλιτήριο, ἐνῶ ὁ Ἑβραῖος, ἐπειδὴ πιστεύσαµε στὸ Χριστό. Καὶ ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ἐπειδὴ δὲν ὑποκύψαµε στὴν αἵρεσί του. Καὶ ὁ ὄχλος τῶν Ἰταλῶν θὰ ὑποστηρίξη ὅτι µᾶς συµβαίνουν αὐτά, ἐπειδὴ δὲν ὑποταχθήκαµε στὸν πάπα. Ἐγὼ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀπορρίπτω, καὶ εἶµαι ἀπόλυτα πεπεισµένος καὶ τὸ ὁµολογῶ εὐθέως, ὅτι δὲν θὰ τὰ παθαίναµε αὐτά, ἐὰν δὲν εἴµασταν δυσσεβεῖς καὶ τελείως ἀποµακρυσµένοι ἀπὸ τὸ Θεό. (…) Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος ποὺ µὲ κάθε τρόπο προετοιµάζει τὴ σωτηρία µας, µᾶς παρέδωσε νὰ ντροπιασθοῦµε σὲ ὅλα τὰ ἔθνη, καὶ τὴν πρόσκαιρη αὐτὴ ζωή µας, τὴ ρευστὴ καὶ περαστική, τὴν περιέβαλε µὲ µύρια κακά, µήπως καὶ ἔτσι, ἀκόµα καὶ παρὰ τὴ θέλησί µας, ὁδηγηθοῦµε τελικὰ ἀπὸ αὐτὸν στὴ σωτηρία µὲ κατάλληλο τρόπο».
Δὲν ἀντικατοπτρίζεται ἡ ἐποχή μας; Δὲν βρίσκουμε τὸν ἑαυτό μας στὴν περιγραφὴ τῶν ἀνθρώπων ποὺ ζοῦσαν ἐκείνη τὴν ἐποχή; Καὶ ἀξίζει νὰ σκεφτεῖ κανείς, ὅτι ἐκείνη τὴν ἐποχή, ὁ λαὸς εἶχε διχαστεῖ μὲ τὸ ζήτημα τῆς ἕνωσης καὶ εἶχαν σχηματιστεῖ δυὸ παρατάξεις, ἡ παράταξη τῶν «ἑνωτικῶν», ποὺ ἐπεδίωκαν τὴν ἕνωση μὲ τὴν Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία καὶ ἡ παράταξη τῶν «ἀνθενωτικῶν», ποὺ ἦταν ἀντίθετη μὲ τὴν ἕνωση αὐτή, κάτι ποὺ δείχνει ὅτι δὲν εἶχε ταχθεῖ ὅλος ὁ λαὸς μὲ τοὺς διεφθαρμένους ἄρχοντες, οὔτε μὲ τὸν διεφθαρμένο κλῆρο ἀλλὰ ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ λαοῦ ἀντιδροῦσε καὶ ἀντιστεκόταν στὴν σήψη αὐτή. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὅμως ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε νὰ γίνει ἡ Ἅλωση γιατί τὸ κακὸ βρισκόταν ἤδη σὲ προχωρημένο στάδιο, ἡ διαφθορὰ βρισκόταν στὸ ζενὶθ καὶ ἕνα μεγάλο μέρος τῶν ἀνθρώπων εἶχε ἐγκαταλείψει τὸν Θεὸ καὶ εἶχε ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν πίστη. Σήμερα, ἄραγε, ποὺ δὲν ἔχει διχαστεῖ ὁ κόσμος, ἀλλὰ ἔχει ταχθεῖ μὲ τοὺς ἄρχοντες, τοὺς στηρίζει καὶ τοὺς ἐνθαρρύνει στὶς ἐπιλογές τους, ψηφίζει σὲ μόνιμη βάση τοὺς ἴδιους καὶ δὲν ὑπάρχει καμία ἀντίδραση καὶ καμμία ἀντίσταση –παρὰ μόνο ἐλάχιστων ἀνθρώπων ποὺ ἀγωνίζονται μὲ νύχια καὶ μὲ δόντια γιὰ νὰ κρατήσουν αὐτὰ ποὺ κάθε μέρα χάνουμε– τί θὰ πρέπει νὰ περιμένουμε; Σήμερα, ποὺ οἱ ἄνθρωποι ὄχι ἁπλῶς ἔχουν ἐγκαταλείψει τὸν Θεὸ ἀλλὰ καὶ Τὸν περιφρονοῦν, Τὸν ὑβρίζουν, Τὸν διώχνουν μὲ κάθε τρόπο ἀπὸ τὴν ζωή τους καὶ οἱ ἄρχοντες χρησιμοποιοῦν κάθε μέσο γιὰ νὰ Τὸν ἀφανίσουν καὶ νὰ ξεριζώσουν τὴν πίστη τῶν ἀνθρώπων, τί θὰ πρέπει νὰ περιμένουμε; Δὲν πρόκειται φυσικὰ νὰ τὰ καταφέρουν ὅσο καὶ ἂν προσπαθοῦν, ὅσα μέσα καὶ ἂν χρησιμοποιήσουν, δὲν παύει ὅμως ἡ τιμωρία μας γιὰ αὐτή μας τὴν στάση, γιὰ αὐτή μας τὴν ἀχαριστία, γιὰ αὐτή μας τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὸν ἐγωϊσμό, ἀλλὰ καὶ γιὰ αὐτή μας τὴν ξεδιαντροπιὰ νὰ εἶναι μεγάλη καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα δικαιολογημένη, ἀπαραίτητη καὶ δίκαιη. Ἂν ἡ Ἅλωση πραγματοποιήθηκε, παρὰ τὴν ἀντίδραση καὶ τὸν ἀγῶνα ἑνὸς μεγάλου μέρους τοῦ λαοῦ, σήμερα ποὺ ὑπάρχει αὐτὴ ἡ ἀδράνεια καὶ ἡ ἀπάθεια πόσο μεγάλο εἶναι τὸ κακό, ποὺ θὰ πρέπει νὰ περιμένουμε καὶ ποὺ θὰ μᾶς ἀξίζει νὰ πάθουμε; Ὅμως ξέχασα! Ἐμεῖς εἴμαστε διαφορετικοὶ ἄνθρωποι ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν περάσει ἀπὸ τὸν πλανήτη καὶ ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς ποὺ πρόκειται νὰ περάσουν. Εἴμαστε μοναδικοὶ σὲ ὅλα, καὶ στὰ καλά μας ἀλλὰ κυρίως στὰ κακά μας, καθὼς πάντοτε ὑπάρχει μιὰ δικαιολογία γιὰ ὅλα τὰ ἀρνητικὰ ποὺ μᾶς συμβαίνουν. Τὰ ἴδια ἀρνητικὰ γεγονότα, ἂν συνέβαιναν σὲ κάποια ἄλλη ἐποχή, ἐνδεχομένως νὰ τὰ κατακρίναμε, ὅμως ἐπειδὴ συμβαίνουν στὴν δική μας, ὅπου καὶ ἐμεῖς εἴμαστε μοναδικοὶ καὶ ἡ ἐποχὴ εἶναι μοναδικὴ ἀποκτοῦν μιὰ ἄλλη διάσταση, δικαιολογοῦνται καί, πολλὲς φορές, ἀπὸ καταστροφικὰ ποὺ ἦταν κάποτε, ξεκινοῦν νὰ θεωροῦνται ἰδανικὰ σήμερα. Ὑπάρχει, ἄραγε, κάποια ἐλπίδα σωτηρίας μὲ τέτοια μυαλὰ ποὺ κουβαλᾶμε; Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ διορθωθοῦμε, νὰ γίνουμε καλύτεροι, καὶ νὰ δημιουργήσουμε ἕναν καλύτερο κόσμο καὶ γιὰ ἐμᾶς, ἀλλὰ καὶ γιὰ αὐτοὺς ποὺ πρόκειται νὰ ἔρθουν; Γιατί πρέπει πάντοτε, νὰ παραδίδουμε χειρότερο τὸν κόσμο ἀπ’ ὅ,τι τὸν ἔχουμε βρεῖ;
Ὅπως ἀναφέρει ὁ Βρυέννιος καὶ σὲ κάποιο ἄλλο σημεῖο παρακάτω: «Οἱ περισσότεροι δὲν γνωρίζουν τί θὰ πεῖ νὰ εἶναι κάποιος χριστιανός, δὲν κάνουν τὸν σταυρό τους ἢ περιφρονοῦν ὅσους ἀνθρώπους τὸν κάνουν. Γυµνοὶ ὅπως γεννήθηκαν κυκλοφοροῦν στοὺς δρόµους καὶ οἱ ἄνδρες καὶ οἱ γυναῖκες, ἐνῶ δὲ οἱ γυναῖκες ντύνονται µὲ ἀνδρικὰ ἐνδύµατα. (!!!!) (…) Προσέχουµε τὰ ὄνειρα καὶ πιστεύουµε, ὅτι αὐτὰ εἶναι τὸ µέλλον καὶ ἑξαρτιόµαστε ἀπὸ φυλακτά, ποὺ κρεµοῦµε στὸν λαιµό µας καὶ µαντεύουµε παρατηρῶντας τοὺς κόκκους τοῦ σιταριοῦ. (...) Ἀποµακρύνθηκε ἡ εὐσπλαχνία, ἐξαφανίστηκε ἡ συµπάθεια, ἔκανε τὴν ἄφιξή του τὸ µῖσος καὶ πλήθυνε ἡ ἀναισχυντία. Οἱ ἄρχοντές µας εἶναι ἄδικοι, αὐτοὶ ποὺ βρίσκονται σὲ καίριες θέσεις καὶ εἶναι ὑπεύθυνοι γιὰ τὰ πράγµατα εἶναι ἅρπαγες, οἱ κριτὲς δωροδοκοῦνται, οἱ µεσῖτες εἶναι ψεῦτες, οἱ ἀστικοὶ ἐµπαῖκτες, οἱ ἀγρίκοι ἄλογοι καὶ οἱ πάντες ἀχρεῖοι. Οἱ παρθένες ἔχουν καταντήσει πιὸ ξεδιάντροπες κι ἀπὸ τὶς πόρνες, οἱ χῆρες πιὸ περίεργες ἀπὸ ὅσο πρέπει, οἱ ἔγγαµοι καταφρονοῦν καὶ δὲν φυλάσσουν τὴν πίστη, οἱ νεώτεροι εἶναι ἀκόλαστοι καὶ οἱ ἡλικιωµένοι εἶναι συνεχῶς µεθυσµένοι ἀπὸ οἶνο (ἐριστικοὶ καὶ ὑβριστικοὶ ἐν τῇ µέθη τους) οἱ ἱερεῖς λησµόνησαν τὸν Θεό, οἱ µοναχοὶ ἐκτράπηκαν ἀπὸ τὴν εὐθεία ὁδό, καὶ οἱ κοσµικοὶ στράφηκαν ὁλότελα πρὸς τὸ ἐξωτερικό, γιὰ νὰ µορφωθοῦν δῆθεν στὸν λόγο τῆς εὐσέβειας καὶ νὰ προικισθοῦν τὴν εὐσέβεια, τὴν δύναµη αὐτῆς ὅµως στὸ ἐσωτερικό τους καὶ στὰ ἔργα τους τὴν ἀπαρνήθηκαν. (...) Μὲ γαστριµαργίες, µέθη, πορνεῖες, µοιχεῖες, ἀκαθαρσίες, ἀσέλγειες, ἔχθρες, ζήλειες, φθόνους, καὶ κλοπὲς ζοῦν πολλοὶ ἀπὸ ἐµᾶς. Γίναµε ὑπερήφανοι, ἀλαζόνες, φιλάργυροι, φίλαυτοι, ἀχάριστοι, ἀπειθεῖς, λιποτάκτες, ἅρπαγες, προδότες, ἀνόσιοι, ἄδικοι, ἀµετανόητοι, ἀδιάλλακτοι. Νὰ πῶ καὶ τὸ πιὸ σηµαντικὸ (ποὺ εἶναι οὐσιαστικὰ καὶ τὸ χειρότερο); Πολλοὶ ἀπὸ τὸν κλῆρο φέρονται ἀσελγῶς (ἀκόλαστα) καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ πλησιάζουν τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ Ἱερουργοῦν».
Ἡ διαφθορά, ὅπως πάντοτε ἄλλωστε, φαίνεται σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων, ἀπὸ τὰ ροῦχα ποὺ φοροῦσαν, μέχρι τὰ πάθη στὰ ὁποῖα εἶχαν παραδοθεῖ καὶ τὴν στάση ποὺ διατηροῦσαν στὴν ζωή τους. Ἡ ἐπιρροὴ τῆς Δύσης εἶναι ἐμφανής, ὅμως ἡ εὐθύνη δὲν εἶναι δική της. Ὁ κλῆρος καὶ οἱ ἄρχοντες, οἱ μὲν ὑπεύθυνοι γιὰ τὸ ποίμνιό τους, οἱ δὲ ὑποχρεωμένοι νὰ διακονήσουν τὸν λαό τους ἔπρεπε νὰ γνωρίζουν καλύτερα, ἔπρεπε νὰ προστατέψουν τοὺς ἀνθρώπους τους καὶ τὴν Πόλη τους καὶ νὰ γίνουν αὐτοὶ τὰ ἀπόρθητα τείχη της. Ἡ Δύση εἶχε ἕνα συγκεκριμένο σχέδιο καὶ μιὰ ἀχόρταγη ἐπιθυμία νὰ κατακτήσει καὶ νὰ ἐξουσιάσει τὴν Πόλη τῶν Πόλεων, τὸ στολίδι τοῦ κόσμου…
Τῆς δόθηκε ὅμως ὁ χῶρος καὶ ἡ εὐκαιρία γιὰ νὰ πραγματοποιήσει τὴν διάβρωση αὐτὴ ὅπως ἀκριβῶς τὴν πραγματοποιεῖ καὶ σήμερα. Εἰσχώρησε στὴν Πόλη τὸ πνεῦμα τῆς Δύσης, τὸ ἐνστερνίστηκαν οἱ ἄρχοντες καὶ ξεκίνησε νὰ ὑπάρχει μιὰ ἐμμονὴ ἀπὸ αὐτούς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ κλήρου νὰ ἑνωθεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ Ἐκκλησία μὲ τὴν Ρωμαιοκαθολική. Ἀπομακρύνθηκαν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀντὶ νὰ ἐπικαλοῦνται Αὐτὸν γιὰ βοήθεια, ἄρχισαν νὰ στρέφονται πρὸς τὴν Δύση, θεωρῶντας την τὸ στήριγμά τους. Ἡ ἠθικὴ τῶν ἀνθρώπων, ἡ πίστη τους στὸν Θεό, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμά τους, οἱ συνήθειές τους καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ τοὺς ἔκαναν μοναδικοὺς ἐξαφανίστηκαν καὶ ἀντικαταστάθηκαν ἀπὸ τὰ δυτικὰ πρότυπα καὶ τὰ δυτικὰ μοντέλα ζωῆς. Ἔτσι, οἱ Τοῦρκοι βρῆκαν τὴν εὐκαιρία καὶ κατέκτησαν τὴν Βασιλεύουσα, γιατί τοὺς δόθηκε ὁ χῶρος ἐξ αἰτίας τῆς διαφθορᾶς τῆς ψυχῆς τῶν ἀνθρώπων καὶ τῆς ἀπομάκρυνσής τους ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν Θεό, εἰδάλλως ποτὲ δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ κατακτήσουν ἕναν λαὸ μὲ βαθιά, ἀληθινὴ καὶ ἀκλόνητη πίστη στὸν Θεό, μὲ ἀξίες καὶ μὲ ψυχικὴ σταθερότητα καὶ σιγουριά.
Ὅλα αὐτὰ τὰ ὁποῖα περιγράφει ὁ Ἰωσὴφ ὁ Βρυέννιος γιὰ τὸν τρόπο ποὺ οἱ ἄνθρωποι ντύνονταν, γιὰ τὴν ἐμμονή τους νὰ μάθουν τὰ μελλούμενα, καὶ τὴν πίστη τους στοὺς ἀστρολόγους, τοὺς μάγους, καὶ τὶς μάντισσες, λόγῳ τοῦ ὅτι δὲν μποροῦσαν νὰ ἀφεθοῦν στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ γιατί Τὸν εἶχαν ἐγκαταλείψει καὶ Τὸν εἶχαν ἐξαφανίσει ἀπὸ τὶς ζωές τους, ὁ ἔκλυτος βίος ποὺ ζοῦσαν καὶ τὰ πάθη στὰ ὁποῖα εἶχαν περιπέσει, περιγράφει σὲ μικρογραφία τὸν σημερινὸ ἄνθρωπο καὶ τὴν σημερινὴ κοινωνία καὶ εἶναι κρῖμα ποὺ πρέπει νὰ πάθουμε γιὰ νὰ μάθουμε, γιατί θὰ μπορούσαμε κάλλιστα νὰ μάθουμε ἀπὸ τὰ παθήματα τῶν ἄλλων καὶ νὰ διορθωθοῦμε, νὰ γίνουμε καλύτεροι. Ἀλλὰ συνειδητὰ κλείνουμε τὰ μάτια μας καὶ ἀκολουθοῦμε τὸν δρόμο πρὸς τὸν γκρεμὸ ποὺ ἀκολούθησαν καὶ οἱ ἄνθρωποι τότε καὶ πορευόμαστε σὲ αὐτὸν μὲ αὐτοπεποίθηση καὶ δῆθεν ἀνυποψίαστοι γιὰ τὸ τέλος τοῦ προορισμοῦ μας. Ὁ ἕνας κατηγορεῖ τὸν ἄλλον καὶ ἡ κάθε γενιὰ ρίχνει τὴν εὐθύνη εἴτε στὴν προηγούμενη, εἴτε στὴν ἑπόμενη ἀπὸ αὐτήν, χωρὶς κανένας νὰ ἀναλογίζεται τὶς προσωπικές του ἐπιλογὲς ποὺ εἶναι καὶ οἱ προσωπικές του εὐθῦνες γιὰ τὰ δεινά τῶν ἡμερῶν μας. Ὅπως τότε ἕνας ἀνώτερος πολιτισμός, τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ποὺ γνώριζε τὴν ἀνωτερότητά του ἐπηρεάστηκε ἀπὸ ἕναν κατώτερο «πολιτισμό», τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ ἐμᾶς, ποὺ ἐπειδὴ μᾶς ἔχουν πείσει ὅτι δὲν ἀξίζουμε τίποτα, ἐπηρεαζόμαστε ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἐπιβουλεύονται καὶ ἐπιδιώκουμε νὰ γίνουμε ὅμοιοί τους.
Ὅμως, ὅπως γίνεται ἀντιληπτό, τίποτα δὲν ἔχει ἀλλάξει ἀπὸ τότε, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι ἡ κατάσταση εἶναι ἀκόμα χειρότερη καὶ αὐτὰ ποὺ μᾶς περιμένουν περισσότερο καταστροφικά. Δὲν εἶναι καὶ δὲν πρέπει νὰ θεωρεῖται τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι ἐκεῖνα τὰ χρόνια, λίγο πρὶν τὴν Ἅλωση, ἔλαβε χώρα ἡ Σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439) ὅπου συναντήθηκαν Παπικοὶ καὶ Ὀρθόδοξοι μὲ σκοπὸ τὴν πραγματοποίηση τῆς ἕνωσης τῶν δύο ἐκκλησιῶν καὶ ἀργότερα ὁ Κωνσταντῖνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος προέβη σὲ ἐνέργειες γιὰ νὰ ὁριστικοποιήσει τὴν ἕνωση αὐτή, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν βοήθεια τῆς Δύσης πρὸς τὴν Ἀνατολικὴ Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία. Μάλιστα στὸ ὄνομα τῆς ἕνωσης αὐτῆς ἀποφασίστηκε νὰ τελέσουν καὶ τὸ ἑνωτικὸ συλλείτουργο, δηλαδὴ νὰ τελέσουν τὴν Θεία Λειτουργία οἱ Ὀρθόδοξοι μαζὶ μὲ τοὺς Παπικούς. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ γεγονότα ἀκολούθησε ἡ Ἅλωση τῆς Πόλης...
Τί εἶναι διαφορετικὸ σήμερα ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς ἐποχές; Πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν ἐπισκέφθηκε ὁ πάπας τὴν Ἑλλάδα –αὐτὸς γιὰ τὸν ὁποῖον ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς εἶπε «Τὸν πάπα νὰ καταρᾶσθε διότι αὐτὸς θὰ εἶναι ἡ αἰτία τοῦ κακοῦ» καὶ ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικὸς εἶπε «Φεύγετε τοὺς παπικοὺς ὡς φεύγει τις ἀπὸ ὀφέως καὶ ἀπὸ προσώπου πυρὸς»– μὲ ἀφορμὴ τὸ προσφυγικὸ ζήτημα, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ γιὰ τοὺς πρόσφυγες καὶ νὰ βοηθήσει ὥστε νὰ εὐαισθητοποιηθεῖ ἡ παγκόσμια κοινὴ γνώμη σχετικὰ μὲ τὸ προσφυγικό. Θὰ εἶναι, ἄραγε, τυχαῖα τὰ δεινὰ ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν τὴν ἐπίσκεψη αὐτή; Θὰ εἶναι παράλογο νὰ περιμένουμε αὐτὴ τὴ φορὰ τὴν Ἅλωση τῆς Χώρας μας, μετὰ ἀπὸ τὶς κινήσεις ποὺ τόσο πολὺ θυμίζουν τὶς προσπάθειες τῆς ἕνωσης τῶν δύο ἐκκλησιῶν τότε;
Λυπήσου μας Θεέ μου στὸν δρόμο, ποὺ πήραμε καὶ ἂς ξέραμε ποῦ θὰ ὁδηγήσει, καὶ ἂς ξέραμε τὸ τέλος τῆς διαδρομῆς, ποὺ ἀποφασίσαμε νὰ ἀκολουθήσουμε…
Χρύσα Ἀλεξοπούλου
Φοιτήτρια
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 165
Μάϊος 2016