Η Χριστολογία αποκλείει την θεωρία της Εξελίξεως

«ΟΤΙ ΠΑΙΔΙΟΝ ΕΓΕΝΝΗΘΗ ΗΜΙΝ, ΥΙΟΣ,

ΚΑΙ ΕΔΟΘΗ ΗΜΙΝ» Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΜΑΣ!

Τά Χριστούγεννα δέν ἑορτάζουμε τήν γέννηση ἑνός ἀνθρώπου, ἀλλά τήν Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου. Δέν ἑορτάζουμε τήν γέννηση ἑνός ἀνθρώπου πού συνελήφθη στήν κοιλία τῆς μητέρας του ἀπό τήν ἕνωση ἑνός πατρικοῦ σπερματοζωαρίου καί ἑνός μητρικοῦ ὠα­ρί­ου, καί ἀναπτύχθηκε σταδιακά ἀπό ἄμορφο ἔμβρυο σέ τέλεια σχηματισμένον ἄνθρωπον. Ἑορτάζουμε τήν Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου, πού συνελήφθη στήν κοιλία τῆς Θεοτόκου «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου», ὄχι ὡς ἄμορφο ἔμβρυο, «οὐ ταῖς κατά μικρόν προσθήκαις ἀπαρτιζομένου τοῦ σχήματος, ἀλλ’ ὑφ’ ἕν τελειωθέντος αὐτός ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος χρη­ματίσας τῇ σαρκί ὑπόστασις»1.

Τά Χριστούγεννα ἑορτάζουμε Αὐτόν πού ἐγεννήθη ἀχρόνως «Υἱός Μονογενής παρά Πατρός» καί «ἐδόθη ἡμῖν» ἐν χρόνῳ Παιδίον ἐσχηματισμένον ἐντός τῆς παναχράντου κοιλίας τῆς Ὑπεραγίας Θεο­τόκου. Δέν μᾶς ἐδόθη ὡς καρπός σπέρματος καί αἵματος ἀλλά μᾶς ἐδόθη ὡς καρπός Ἁγίου Πνεύματος καί τῶν παρθενικῶν αἱμάτων τῆς Παναγίας μας, τῆς Μητέρας «τοῦ Θεοῦ ἡμῶν».

Ὡς Θεός αὐτεξούσιος ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Υἱός τοῦ Πατρός, «Υἱός τῆς Παρθένου γίνεται» στήν Παρθενική Μήτρα της καί ἐνῶ λαμβάνει ἀνθρώπινη φύση «ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τό πλή­ρω­μα τῆς Θεότητος σωματικῶς». «Ἅμα σάρξ, ἅμα Θεοῦ Λόγου σάρξ, ἅμα σάρξ ἔμψυχος λογική τε καί νοερά, ἅμα Θεοῦ Λόγου σάρξ ἔμψυχος λογική τε καί νοερά»2.

Δηλαδή, ἡ ἀνθρώπινη φύση ἑνώ­θη­κε μέ τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τό Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου, καί γι’ αὐτό δέν ἐγεννήθη ὁ Χριστός ὅπως ὁ κάθε μεταπτωτικός ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἀπό ἔμβρυο ἀρχικά ἀσχη­­μά­­τιστο λαμβάνει σταδιακά ἀνθρώπινη μορ­φή, ἀλ­λά ὁ Χριστός μας «ἐξ ἄκρας συλ­λή­ψεώς του» μέ τόν Εὐαγ­γελισμόν τῆς Θεοτόκου ὑπό τοῦ Ἀρχαγ­γέ­λου Γαβριήλ, εὐθύς ἐσχη­μα­τίσθη ἐντός της ὁ Θεάνθρωπος, Τέλειος Θεός καί Ὁλο­κλη­ρω­μέ­νος Τέλειος Ἄνθρωπος.

Τό ὅτι ὁ Χριστός ὡς ἄνθρωπος δέν συνελήφθη μέ σπέρμα ἀν­δρι­κό, ὄχι μόνο δέν μειώνει τήν ἀνθρώπινη φύση Του, ἀλλά καί τήν ἀναδεικνύει Τελεία, ὅπως τέλεια ἦταν ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ πρω­τοπλάστου Ἀδάμ, ἡ ὁποία ἦλθε στήν ὕπαρξη «δημιουργικῶς» καί ὄχι «σπερματικῶς». Ὅπως ὁ Ἀδάμ δημιουργήθηκε χωρίς νά μεσολαβήση ἀνδρικό σπέρμα, παρομοίως καί ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος χωρίς ἀνθρώπινο σπέρμα καί χωρίς νά κληρονομήση καί ὁ Ἴδιος ἀν­θρώ­πινο σπέρμα, ἀφοῦ τό σπέρμα ἐδόθη λόγῳ τῆς ἀδαμιαίας πα­ρα­κοῆς μέ τούς «δερματίνους χιτῶνας» καί διά τοῦ σπέρματος με­ταγ­γίζεται στούς ἀπογόνους τό Προπατορικό ἁμάρτημα, τό ὁποῖο ὁ Χριστός δέν προσέλαβε.

Ὁ μεγάλος Πατέρας μας, ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, σημειώνει χαρακτηριστικά ὅτι ὁ Χριστός «ἦτο ὄχι μόνον ἀνώτερος ἀπό κάθε προσβολήν ἐμπαθοῦς καί ἡδονικοῦ λογισμοῦ καί κλίσεως ἁμαρτητικῆς, ἀλλά οὔτε ἐκ σπέρματος ἐγεννήθη, οὔτε σπέρμα εἶχε ὁλότελα»3.

Μετά τήν παρακοή τῶν Πρωτοπλάστων, ἔπαψε ἡ ἀνθρώπινη φύ­ση νά εἶναι τέλεια, ἀφοῦ πλέον ὑπόκειται στήν ἀναγκαιότητα καί στήν θνητότητα. Γι’ αὐτό, ὅταν ὀνομάζουμε τόν Χριστόν «Τέ­λει­ον Ἄνθρωπον», δέν ἐννοοῦμε ὅτι ἔγινε ὅμοιος μέ ἐμᾶς τούς με­τα­­πτω­τικούς ἀνθρώπους, πού εἴμαστε ἀτελεῖς, ἀφοῦ βρισκόμαστε ἀναγ­καστικά περιορισμένοι στά «ἀδι­ά­βλητα πάθη μας» (τῆς πείνας, τῆς δίψας, τῆς κοπώσεως, τῆς φθαρ­τότητος, τοῦ θανάτου), ἀλλά ἐννοοῦμε ὅτι ὁ Χριστός ἔγινε «δεύτερος Ἀδάμ», μέ μοναδικό, ὅμως, τρόπο ὑπερέχων καί τοῦ προπτωτικοῦ Ἀδάμ, ἐφ’ ὅσον ἔδωσε στήν ἀνθρώπινη φύση Του ὡς Πρόσωπό της, τό Θεῖο Του Πρόσωπο, τό Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου.

Ἔγινε «δεύτερος Ἀδάμ» αὐτεξουσίως ὡς Υἱός, καί πραγματο-ποίησε τήν Εὐδοκία τοῦ Πατρός νά σαρκωθῆ ὁ Υἱός Του μέ τήν Χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος: «Ὁ Πατήρ ηὐδόκησεν, ὁ Λόγος Σάρξ ἐγέ­νε­το καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν». Αὐτεξουσίως, ὡς Θεός, ἐγεννήθη, καί αὐτεξουσίως ἐξῆλθε ἀπό τήν Παρθενική κοιλία τῆς Θεοτόκου «τάς κλεῖς τῆς Παρθενίας αὐτῆς μή λυμηνάμενος ἐν τῷ τόκῳ»4, παραμένων ἀναλλοίωτος καθ’ ὅλη τήν ἐπίγεια ζωή Του, ἀλλά καί μετά τήν Ἀνάστασή Του, γι’ αὐτό καί μετά τόν θάνατο καί τήν Ταφήν Του ψάλλουμε: «Προῆλθες ἐκ τοῦ μνή­ματος καθώς ἐτέχθης ἐκ τῆς Θεοτόκου»5.

Ὁ Χριστός, ἀπηλλαγμένος ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα εἶναι ἐλεύθερος ἀπό τόν καταναγκασμό τῶν «ἀδιαβλήτων παθῶν», δέν εἶ­ναι ἀναγκασμένος νά ἐνεργῆ αὐτά χωρίς τήν Θέλησή Του ἀλλά τά ἐνερ­γεῖ ὅποτε καί ὅπως Αὐτός θέλει. Ἔτσι, μέ τήν ἀνθρώπινη Φύση πού ἔλαβε ἐπαναφέρει –μόνο καί ἀποκλειστικά διά τοῦ Ἑαυτοῦ Του– τό ἀνθρώπινο Γένος στήν προπτωτική του κα­τά­σταση. Ἀποκαθιστᾶ τό ἀ­μαυ­ρωθέν «κατ’ εἰκόνα» στήν ἀρχική του λαμπρότητα ἀλλά καί πραγ­μα­το­ποιεῖ τό «καθ’ ὁμοίωσιν», ἀφοῦ μέ τήν ἕνωση τῆς Θείας καί τῆς ἀνθρωπίνης Φύσεως στό Θεῖο Του Πρό­σω­πο, ἡ ἀνθρώπινη Φύση ἐ­θε­ώ­θη. Γι’ αὐτό, χωρίς τήν ἀχώριστη ἕνωσή μας μέ τόν Χριστό, δέν ὑπάρ­χει γιά μᾶς σωτηρία.

Αὐτή ἡ φυσιολογία τοῦ Χριστοῦ εἶναι καί ἡ ἐπιστημονική ἀπό­δειξη, –εἶναι ἡ ἀποδεδειγμένη Ἀλήθεια– περί τῆς προελεύσεως καί δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι οἱ φανταστικές διηγήσεις καί θεωρίες ἀνθρώπων μέ πανεπιστημιακά πτυχία, πού ὑπηρετοῦν τήν ματαιοδοξία τους ἤ πολυποίκιλες ἀθεϊστικές σκοπιμότητες, καί τῶν ὁποίων τά ἀναπόδεικτα στοιχεῖα καί συμπεράσματά τους τά ὀνομάζουν “ἐπιστη­μονική ἔρευνα” καί “ἐπιστημονική ἀλήθεια”!

Ἡ Δογματική Ἀλήθεια περί τῆς ἀνθρωπίνης Φύσεως τοῦ Χρι­στοῦ, στήν ὁποία κρύπτεται καί ἡ δημιουργία τοῦ προπτωτικοῦ Ἀδάμ, δέν ἀφήνει περιθώρια σέ κανένα πιστό –πολύ δέ περισσότερο σέ Ὀρ­θό­δοξο Θεολόγο ἤ Κληρικό– νά ἀναμιγνύη τήν «θεωρία τῆς ἐξε­λί­ξε­ως» –δηλαδή, «μωράς ζητήσεις καί γενεολογίας»– μέ τήν ἀπο­κά­λυ­ψη τοῦ Θεοῦ περί τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου.

Ποῦ, ἄραγε μπορεῖ νά στηριχθῆ ἡ περί ἐξελίξεως θεωρία6, χωρίς νά ἀθετηθῆ ἡ Ἀλήθεια τῆς Ἀνθρωπίνης Φύσεως τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ὁποία εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μέ τήν Θεία Του Φύση; Γι’ αὐτό ἀποροῦμε πῶς κάποιοι θεολόγοι “ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ” συγκατανεύουν στήν ὅλως ἀθεολόγητη ἀλλά καί ἀντιεπιστημονική ἐξελικτική θεωρία, χωρίς, μάλιστα, τόν παραμικρό δισταγμό;

Ἡ ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ὅπως ἱστορεῖται στό Ἀποκα­λυπτικό βιβλίο τῆς Γενέσεως ἀλλά καί ὅπως ἐπιβεβαιώνεται μέ τήν καθημερινή πραγματικότητα φανερώνει ὅτι ὑπάρχει ὄντως ἐξέλιξη τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἀλλά ἀπό τό καλό στό χειρότερο καί στό κάκιστο! Ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο «καλόν λίαν» καί οἱ ἄνθρωποι «ἐν τιμῇ ὄντες» δέν ἐκτιμήσαμε τήν θεοειδῆ μας κατάσταση ἀλλά θελήσαμε νά πορευθοῦμε «ἐν τοῖς θελήμασι τῶν καρδιῶν ἡμῶν».

Τό ἀποτέλεσμα τῶν ἐπιλογῶν μας ἦταν νά γίνουμε θνητοί καί νά περιπέσουμε σέ ποικίλες περιπέτειες καί ὀδῦνες, ἀπό τίς ὁποῖες πλειστάκις μᾶς ἐλύτρωσε ὁ Θεός μέ τό ἔλεός Του, γιά νά φθάσουμε στό σημερινό κατάντημα, ἀφοῦ προηγουμένως «παρεσυνεβλήθημεν τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις» καί γίναμε ὅμοιοι στίς ἐπιθυμίες μέ τά κτήνη, ἐπιλέξαμε νά ὁμοιωθοῦμε μέ τούς πιθήκους καί νά τούς ἀναγορεύσουμε προγόνους μας μέ πανηγυρικό τρόπο, γιατί ταυτισθήκαμε ἀπόλυτα μέ τήν ἠθική τῶν πιθήκων! Ἤδη στά βιβλία τῆς Γ΄ Λυκείου διαλαλεῖται ὅτι ἡ θεωρία τῆς Ἐξελίξεως εἶναι ἡ ἐπικρατέστερη ἐπιστημονική ἄποψη!

Ἡ Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ μας νά μᾶς ἀναβαπτίση μέ τό ὕδωρ τῆς Ἀληθινῆς Γνώσεως καί διά τῆς Θεογνωσίας νά ἐπανεύ­ρουμε τόν χαμένο ἑαυτό μας καί τήν Θεία Καταγωγή μας!

Καλά καί Εὐλογημένα Χριστούγεννα!

π. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 148

Δεκέμβριος 2014

Ὑποσημειώσεις:

1. Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, «Περί τοῦ τρόπου τῆς συλλήψεως τοῦ Θεοῦ Λόγου καί τῆς θείας αὐτοῦ σαρκώσεως», Ε.Π.Ε., Θεσσαλονίκη 1976, τ.1, σελ. 286.

2. Ὅπου ἀνωτέρῳ, σελ. 286

3. Γυμνάσματα Πνευματικά, Μελέτη ΚΑ΄, σελ. 158, Ἐκδ. Ρηγοπούλου, 1971.

4.Ἐκτῆςστ΄ὠδῆςτοῦΚανόνοςτοῦΠάσχα.

5. Στιχηρά Ἀναστάσιμα τῶν Αἴνων, ἦχος πλ. Α΄.

6. Νάσημειώσουμεὅτιτήνθεωρίααὐτή, ἀμφισβήτησεκαίἴδιοςδημιουργόςτηςΔαρβῖνος, στόβιβλίοτου «Περίτῆςἐξελίξεωςτῶνεἰδῶν», παρατηρῶνταςτήνπολυ­πλο­κό­τητατῆςλειτουργίαςτοῦἀνθρώπινουὀφθαλμοῦ.